Στο αυτόφωρο οι καταληψίες δημοσίων κτιρίων

Time to read
less than
1 minute
Read so far

Στο αυτόφωρο οι καταληψίες δημοσίων κτιρίων

Απρίλιος 12, 2012 - 17:47

 Η αυτόφωρη διαδικασία θα ακολουθείται σε περιπτώσεις καταλήψεων δημόσιων κτιρίων που δράστες αρνούνται  επιμόνως να απομακρυνθούν από αυτό ή οι καταλήψεις έχουν μεγάλη διάρκεια ή συνοδεύονται και από άλλες παράνομες πράξεις, όπως φθορές κ.λπ, αυτό αναφέρει ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες με έγγραφό του στους κατά τόπους συναδέλφους του εισαγγελείς και ζητεί να παρεμβαίνουν άμεσα όταν δεν θέλουν να απομακρυνθούν οι καταληψίες ή έχουν δημιουργηθεί προβλήματα. Μάλιστα, ο κ. Τέντες υπογραμμίζει ότι οι κατά τόπους εισαγγελείς πρέπει να αξιολογούν εάν οι πρυτανικές αρχές των Πανεπιστημίων, οι υπεύθυνοι των δημοσίων κτιρίων κ.λπ. δείχνουν ανοχή σε παρόμοιες καταστάσεις και εάν, εξ' αυτού του λόγου, διαπράττουν το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος. Μεταξύ άλλων στην έγγραφη παραγγελία του κ. Τέντε προς τους εισαγγελείς επισημαίνεται πως «τα τελευταία έτη, παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο της καταλήψεως διαφόρων χώρων στους οποίους στεγάζονται και λειτουργούν υπηρεσίες του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου». Αποτέλεσμα των καταλήψεων αυτών, συνεχίζει ο Τέντες, «είναι η διακοπή της λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών ή η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».
Παράλληλα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι «η κατάληψη και η συνακόλουθη διακοπή λειτουργίας ή διατάραξη ενεργείται είτε με την παράνομη, δηλαδή παρά τη θέληση της υπηρεσίας είσοδο, είτε με τη νόμιμη είσοδο πολιτών στους παραπάνω χώρους και την εν συνεχεία άρνησή τους να τους εγκαταλείψουν, παρά την αντίθετη θέληση της υπηρεσίας, η οποία (θέληση) δηλώνεται από το νόμιμο εκπρόσωπο ή από αρμόδιο (εντεταλμένο) υπάλληλό της». Η αντίθετη θέληση- συνεχίζει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου- «μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή συμπερασματικά από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων των υπηρεσιών».
Όμως, όλα αυτά, σημειώνει ο κ. Τέντες, συνιστούν το πλημμέλημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης, το οποίο διώκεται αυτεπάγγελτα, επισημαίνει ο κ. Τέντες. Δηλαδή, η άσκηση ποινικής δίωξης για το επίμαχο αδίκημα δεν προϋποθέτει την προηγούμενη κατάθεση μήνυσης, αλλά οι εισαγγελικές αρχές μπορούν να παρέμβουν από μόνες τους και να ακολουθούν την αυτόφωρη διαδικασία.
Επομένως, τονίζει ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός προς τους συναδέλφους του, είναι «αυτονόητη η παρέμβασή σας, μέσω των αστυνομικών αρχών, τόσο για τη βεβαίωση των εγκλημάτων όσο και για την εξακρίβωση των στοιχείων των δραστών τους».
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει ο κ. Τέντες, «πρέπει να ζητείται η συμβολή των προϊσταμένων των δημοσίων υπηρεσιών προκειμένου: α) να διευκρινίζεται η συνδρομή κρίσιμων στοιχείων, όπως η δήλωση της αντιθέσεως των υπηρεσιών στην παραμονή των δραστών στους χώρους τους ή η διακοπή ή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας τους και β) να εντοπίζεται η ταυτότητα των δραστών ή τουλάχιστον όσων πρωταγωνιστούν στις καταλήψεις, η οποία κατά κανόνα είναι γνωστή σε αυτούς».
Κάνει, επίσης, ειδική αναφορά στις ευθύνες που έχουν οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι (πρυτανικές αρχές) και όσοι είναι επικεφαλής δημοσίων κτιρίων (υπουργείων, οργανισμών κ.λπ.), αλλά και στην άρση του ακαδημαϊκού ασύλου.
Αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι «η μεγάλης διάρκειας ανοχή των καταλήψεων από τους εκπροσώπους των υπηρεσιών ή τους αρμοδίους υπαλλήλους ή μη συνεργασία τους για τη διακοπή των καταλήψεων πρέπει να αξιολογείται, προκειμένου να κρίνεται κάθε φορά αν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως καθήκοντος (άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα), αφού αυτοί έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την ακώλυτη λειτουργία των υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των πολιτών και το δημόσιο εν γένει συμφέρον».
Τέλος, αναφορικά με το ακαδημαϊκό άσυλο, ο Τέντες επισημαίνει: «Σημειωτέον ότι με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Ν. 4009/2011 καταργήθηκαν οι διατάξεις που καθιέρωναν το ακαδημαϊκό άσυλο, με την παράγραφο 2 δε του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι στις αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία. Επομένως, όσα εκτίθενται ανωτέρω ισχύουν και για τις καταλήψεις όλων ανεξαιρέτως των καταστημάτων ή χώρων των Α.Ε.Ι.».